- πεντεκαιδεκαπηχυς
- πεντεκαιδεκάπηχυςπεντεκαιδεκά-πηχυς2, gen. εος размером в пятнадцать пехиев (локтей) Arst., Diod.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πεντεκαιδεκάπηχυς — υ, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ή ύψος δεκαπέντε πήχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + πῆχυς (πρβλ. δί πηχυς)] … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκαπηχυαίος — αία, ον, Μ ο πεντεκαιδεκάπηχυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιδεκάπηχυς + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek